- αμίδιον
- ἀμίδιον, το (Α)υποκοριστικό τής λέξης ἀμίς*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιδίων — ἀμίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμίς — ἀμίς ( ίδος), η (Α) ουροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμη*. Απαντά και τ. ἁμὶς < ἅμη, ἄμη). ΠΑΡ. αρχ. ἀμίδιον] … Dictionary of Greek